- εὐτελεῖ
- εὐτελήςeasily paid formasc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic)εὐτελήςeasily paid formasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
SINDON — an quod Sidone primum inventa? certe Tyria Sindon Martiali l. 4. Epigr. 19. ubi de Endronude, memoratur, byssus nempo seu lini species pretiosissima, e qua vestes mollissimae ac pretiosissimae conficiebantur, mutierum luxui destinatae (verba sunt … Hofmann J. Lexicon universale
εποψώμαι — ἐποψῶμαι, άομαι (Α) 1. τρώω κάτι μαζί με το ψωμί («τοῡτον δεῑ τὸν ζωμόν... ἐποψᾱσθαι») 2. τρώω το φαγητό μου μέσα σε... («ἐποψῶμαι τρυβλίῳ εὐτελεῑ» τρώω το φαγητό μου μέσα σε φτωχικό πιάτο). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οψώμαι «τρώγω ως προσφάι» (<… … Dictionary of Greek
σωμάτιο — το / σωμάτιον, ΝΜΑ, και σωμάτειον Α [σῶμα] νεοελλ. 1. μικρό σώμα, σωματίδιο 2. φρ. α) «στοιχειώδη σωμάτια [ή σωματίδια]» φυσ. βλ. στοιχειώδης β) «υποατομικά σωμάτια [ή σωματίδια]» φυσ. σωματίδια μικρότερα τών ατόμων και, συγκεκριμένα, στοιχειώδη… … Dictionary of Greek